- εὔπαις
- εὔ-παις, παιδος, mit guten, schönen Kindern, glücklich in Kindern; γόνος εὔπαις = der treffliche Sohn
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εύπαις — εὔπαις, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει καλά και πολλά παιδιά, ο ευτυχής ως προς τα τέκνα 2. το εξαιρετικό, το πιο ωραίο παιδί 3. αυτός που έχει καλούς μαθητές, σπουδαίους απογόνους ή ομοτέχνους («ἀναβοάσομαι τὸν εὔπαιδα Ἀσκληπιόν» θα υπενθυμίσω τον… … Dictionary of Greek
εὔπαις — blest with children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπαιδα — εὔπαις blest with children masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπαιδας — εὔπαις blest with children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπαιδες — εὔπαις blest with children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπαιδι — εὔπαις blest with children masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπαιδος — εὔπαις blest with children masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαιδία — εὐπαιδία και σε παπ. εὐπαιδεία, ἡ (Α) [εύπαις] 1. το να έχει κανείς καλά παιδιά, η ευτεκνία 2. φρ. «εὐπαιδίας ἀγών» ο αγώνας που τελούσαν στην Αθήνα την τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων και κατά τον οποίο βραβευόταν η μητέρα που είχε γεννήσει… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek